- οξύστομος
- ὀξύστομος, -ον (ΑΜ)1. αυτός που έχει κοφτερά δόντια («ὀξυστόμους γὰρ Ζηνὸς ἀκραγεῑς κύνας», Αισχύλ.)2. (για ξίφος) κοφτερός, με κοφτερή λεπίδα3. (για σικύες, δηλ. βεντούζες) αυτός που έχει αιχμηρά τα χείλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + -στομος (< στόμα), πρβλ. μικρό-στομος].
Dictionary of Greek. 2013.